εννομολεσχης

εννομολεσχης
    ἐννομολέσχης
    ἐννομο-λέσχης
    -ου ὅ болтающий о законах Timon ap. Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εννομολεσχης" в других словарях:

  • εννομολέσχης — ἐννομολέσχης, ο (Α) αυτός που φλυαρεί για νόμιμα πράγματα ή για νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + λέσχη «φλυαρία»] …   Dictionary of Greek

  • ἐννομολέσχης — prater about laws masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»